προγευματιζω

προγευματιζω
    προγευματίζω
    προ-γευμᾰτίζω
    вкушать раньше
    

(τινός Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "προγευματιζω" в других словарях:

  • προγευματίζω — ΝΑ νεοελλ. 1. παίρνω το πρόγευμα, το πρωινό μου 2. (παλαιότερα) τρώω το μεσημεριανό μου, γευματίζω αρχ. δοκιμάζω, γεύομαι κάτι προηγουμένως («ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῡ χυμοῡ γεύηται ἑτέρου», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • εναριστώ — ἐναριστῶ ( άω) (Α) 1. προγευματίζω, παίρνω κάτι ως πρόγευμα 2. προγευματίζω κάπου …   Dictionary of Greek

  • συνακρατίζομαι — Α προγευματίζω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀκρατίζομαι «προγευματίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ακρατίζω — ἀκρατίζω (Α) 1. πίνω άκρατο, ανέρωτο κρασί 2. ( ω, ομαι) προγευματίζω (επειδή συνήθως το πρόγευμα ήταν ψωμί βουτηγμένο σε κρασί) 3. προσφέρω πρόγευμα σε κάποιον 4. δίνω πνευματική τροφή ομαι γεύομαι, παίρνω πνευματική τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος …   Dictionary of Greek

  • αριστίζω — ἀριστίζω (Α) [άριστον] 1. προσφέρω πρόγευμα σε κάποιον 2. ( ομαι) προγευματίζω …   Dictionary of Greek

  • αριστητήριον — ἀριστητήριον, το (AM) μέρος όπου γευματίζει ή δειπνεί κάποιος, η τραπεζαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστώ («προγευματίζω ή γευματίζω») < άριστον «το πρόγευμα ή το γεύμα»] …   Dictionary of Greek

  • αριστοποιώ — ἀριστοποιῶ ( έω) (Α) 1. ετοιμάζω πρόγευμα 2. ( ούμαι) προγευματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστον «πρόγευμα» + ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • αριστώ — ἀριστῶ ( άω) (Α) [άριστον] 1. προγευματίζω 2. τρώω δύο ή τρεις φορές την ημέρα …   Dictionary of Greek

  • δειπνώ — και δειπνάω (AM δειπνῶ, έω) [δείπνον] 1. τρώγω βραδινό (α. «στρώσε μας να δειπνήσουμε και πλάγιασε, παιδί μου», Αρ. Βαλαωρ. β. ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμοὺς φίλους καὶ συγγενεῑς μου γ. «ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου...» Λίβιστρος και Ροδ. δ. «ὁ δέ… …   Dictionary of Greek

  • κολατσίζω — [κολατσιό] τρώγω πρόχειρα, παίρνω το κολατσιό μου, προγευματίζω …   Dictionary of Greek

  • προαριστώ — άω, Α παίρνω προηγουμένως πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀριστῶ «προγευματίζω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»